αποζευκτήρας

αποζευκτήρας
κ. αποζεύκτης, ο [αποζευγνύω]
όργανο με το οποίο γίνεται η απόζευξη (π.χ. της αλυσίδας από τον εργάτη του πλοίου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”